δερματολογία

δερματολογία
Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον αιγυπτιακό, τον ινδικό και τον κινεζικό πολιτισμό καθώς και από τη βιβλική παράδοση υπάρχουν αναφορές σε ορισμένες δερματικές παθήσεις, όπως η πέμφιγα, η ψωρίαση, το έκζεμα, η ψώρα, η ευλογιά και η λέπρα· συχνά η περιγραφή αυτών και άλλων παθήσεων συνοδεύεται από λεπτομερείς θεραπευτικές οδηγίες. Οι Έλληνες γιατροί της αρχαιότητας γνώριζαν αρκετά καλά τις λειτουργίες του δέρματος και τις παθήσεις του· από τα κείμενα του Ιπποκράτη προέρχεται μεγάλο μέρος της σημερινής ορολογίας της δ. Οι πρώτες προσπάθειες οργανικής ταξινόμησης της δ. έγιναν στα τέλη του 18ου αι., αλλά μόνο όταν προστέθηκε η ανατομοπαθολογική έρευνα στην κλινική παρατήρηση, κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η νοσολογία των δερματικών παθήσεων πήρε τη μορφή που σε γενικές γραμμές διατηρεί και σήμερα· τότε, επίσης, καθορίστηκε η σχέση που υπάρχει μεταξύ ορισμένων δερματικών βλαβών και γενικότερων νόσων ή παθήσεων ορισμένων οργάνων, παρότι οι γιατροί της αρχαιότητας υποπτεύονταν την ύπαρξη μιας τέτοιας σχέσης. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι ανακαλύψεις της μικροβιολογίας επέτρεψαν την αναγνώριση της ομάδας των δερματίτιδων που προκαλούνται από μικρόβια και μύκητες. Η σύγχρονη δ. θεωρεί ότι το δέρμα δεν αποτελεί μόνο μία προστατευτική επένδυση του σώματος, αλλά ένα εκτεταμένο σε επιφάνεια όργανο, που συμμετέχει ενεργά σε ολόκληρη την οικονομία του ανθρώπινου σώματος. Σύμφωνα με την κλασική άποψη, οι νόσοι του δέρματος διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες: η μία περιλαμβάνει τις νόσους στις οποίες είναι γνωστός ο αιτιολογικός παράγοντας, η άλλη τις νόσους άγνωστης αιτιολογίας. Σε αυτή την τελευταία ομάδα ανήκουν, για παράδειγμα, η πέμφιγα, η ψωρίαση, η λειχήνα κ.ά.· στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται παθήσεις που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες (φυσικούς, χημικούς, μικρόβια, παράσιτα), σε συστηματικές παθήσεις, σε διαταραχές των ορμονών, σε ανωμαλίες του μεταβολισμού κ.ά. Και για τις δύο αυτές ομάδες νόσων του δέρματος σημαντικό ρόλο έχει η ιδιοσυγκρασία του ατόμου και ο τρόπος αντίδρασης του οργανισμού τόσο τοπικά όσο και γενικά, παράγοντες που επηρεάζουν αποφασιστικά τον καθορισμό του είδους και της έκτασης των δερματικών βλαβών. Εκτός από αυτά, στα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκαν ειδικές σχέσεις μεταξύ ορισμένων δερματοπαθειών και του κεντρικού νευρικού συστήματος. Άλλος τρόπος ταξινόμησης των νοσημάτων του δέρματος είναι ανάλογα με το αν προκαλούνται από εξωτερικά ή εσωτερικά αίτια. Οι παθολογικές εκδηλώσεις του δέρματος περιλαμβάνουν έναν ορισμένο αριθμό βλαβών, που αποκαλούνται στοιχειώδεις, από τον ποικίλο συνδυασμό των οποίων εξαρτώνται οι διάφορες κλινικές εικόνες των δερματοπαθειών. Από τις γνωστότερες είναι το ερύθημα, ερυθρότητα που οφείλεται σε ενεργή υπεραιμία· η βλάτιδα, διήθηση της επιδερμίδας και των ανώτερων στιβάδων του δέρματος με μορφή μικρού επιφανειακού εξογκώματος· η φυσαλίδα, μικρή ορώδης συλλογή ανάμεσα στις στιβάδες της επιδερμίδας που αποκολλώνται· η φλύκταινα, συλλογή πυώδους υγρού σε κοιλότητα που σχηματίζεται μέσα στην επιδερμίδα· το οζίδιο, συμπαγής σχηματισμός που οφείλεται σε διήθηση των κατώτερων στιβάδων του δέρματος και του υποδέρματος· το λέπι, πετάλια επιδερμικών κερατινοποιημένων κυττάρων, που τείνουν να αποσπαστούν από την επιφάνεια του δέρματος. Άλλες στοιχειώδεις βλάβες του δέρματος είναι οι κηλίδες, δηλαδή περιγεγραμμένες μεταβολές της χροιάς του δέρματος που οφείλονται σε χρωστική, τα αγγειώματα, οι δυσχρωμίες (λεύκη, κηλίδες χρωστικής που εμφανίζονται κυρίως κατά την εγκυμοσύνη κ.ά.), η έκχυση αίματος (εκχύμωση, μώλωπας). Ακολουθούν, τέλος, οι βλάβες με απώλεια ιστού, δηλαδή αμυχές, εκδορές, ραγάδες, ουλές κ.ά. Σημαντικό κεφάλαιο της δ. αποτελεί η μελέτη των νεοπλασμάτων του δέρματος, ορισμένα από τα οποία σχετίζονται με την υπερβολική έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία (μελάνωμα, πλακώδες καρκίνωμα κλπ.). Θηλές του δέρματος των δαχτύλων (με ανοιχτότερο χρώμα) μεγεθυμένες κατά εκατό φορές.
* * *
η
κλάδος τής ιατρικής ασχολούμενος με τις παθήσεις τού δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δερματολογία — η ειδικότητα της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις του δέρματος: Θα ειδικευθεί στη δερματολογία μόλις τελειώσει την ιατρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • δερματολογικός — ή, ό Ι. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δερματολογία II. επίρρ. δερματολογικώς σύμφωνα με τα πορίσματα τής δερματολογίας ή από δερματολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δερματολόγος — ο, η γιατρός ειδικός στη δερματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δερματολόγοι μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • ηωσίνη — Ερυθρά χρωστική, με χημικό τύπο C2O6H6 Br4O5K2. Είναι άλας με κάλιο της τετροβρωμοφλουορεσκεΐνης και παρασκευάζεται με επίδραση βρωμίου σε φλουορεσκεΐνη είτε σε αλκοολικό είτε σε υδατικό διάλυμα, με παρουσία αλκαλίου. Τα διαλύματα της η.… …   Dictionary of Greek

  • κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… …   Dictionary of Greek

  • ταλκ — το, Ν 1. τάλκης 2. βιομηχανικό παρασκεύασμα από αντιαλλεργική και αντισηπτική σκόνη που χρησιμοποιείται στη δερματολογία και την παιδική υγιεινή λόγω τής μονωτικής και απορροφητικής δράσης του και, μετά από ανάλογο καθαρισμό, ως αντιελκωτικό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”